- ἀγκυλοχείλης
- ἀγκυλοχείληςwith hooked beakmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκυλοχείλης — ἀγκυλοχείλης, ὁ (Α) αυτός που έχει κυρτό, γαμψό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + χεῖλος] … Dictionary of Greek
ἀγκυλοχεῖλαι — ἀγκυλοχείλης with hooked beak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοχείλην — ἀγκυλοχείλης with hooked beak masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοχείλου — ἀγκυλοχείλης with hooked beak masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαγκυλοχείλης — μεγαλαγκυλοχείλης, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλα και κυρτά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἀγκυλοχείλης (< ἀγκύλος + χεῖλος)] … Dictionary of Greek